- μασητῆρας
- μασητήρchewermasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μασητήρας — ο (Α μασητήρ, ῆρος) αυτός που ενεργεί κατά τη μάσηση («μασητήρας μυς» μυς τής παρειάς που συμβάλλει στην κίνηση τής κάτω γνάθου). [ΕΤΥΜΟΛ. < μασῶ + επίθημα τήρ] … Dictionary of Greek
μασητήριος — α, ο [μασητήρας] 1. αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει στη μάσηση 2. φρ. α) «μασητήριοι μύες» οι γραμμωτοί μύες τού προσώπου, κροταφίτης, μασητήρας, έσω και έξω πτερυγοειδής, με τους οποίους συντελείται η μάσηση β) «μασητήριο νεύρο» κλάδος τού… … Dictionary of Greek